- πιεσμοί
- πιεσμόςconstraintmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιεσμός — ὁ, Α [πιέζω] 1. η πίεση 2. στον πληθ. οἱ πιεσμοί μτφ. η βία, η ανάγκη, ο εξαναγκασμός τών περιστάσεων … Dictionary of Greek